οικοδομώ

οικοδομώ
-έω και -άω (ΑΜ οικοδομῶ, -έω) [οικοδόμος (Ι)]
1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.)
2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ ἔργα», Ξεν.)
αρχ.
1. (γενικά) κατασκευάζω («οἰκοδομῶ γέφυραν», Ηρόδ.)
2. διαμορφώνω, φτειάχνω (α. «καὶ ᾠκοδόμησε τὴν αὐλὴν τὴν ἐσωτάτην», ΠΔ
β. «αἱ μέλιτται οἰκοδομοῦσιν τὰ κηρία», Αριστοτ.)
3. μτφ. ωφελώ, εξυψώνω το πνεύμα («ἡ γνῶσις φυσιοῑ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῑ», ΚΔ)
4. (μέσ.-παθ.) οἰκοδομοῡμαι, -έομαι
α) προσλαμβάνω οικοδόμους για να κτίσω κάτι («τὰ τείχη οἰκοδομησαμένων», Θουκ.)
β) (συνήθως με κακή έννοια) παίρνω θάρρος, παρακινούμαι, συνηθίζω («οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οικοδομώ — οικοδομώ, οικοδόμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οικοδομώ — οικοδόμησα, οικοδομήθηκα, οικοδομημένος 1. σηκώνω κτίριο, χτίζω. 2. μτφ., δημιουργώ: Η δημοκρατία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκοδομῶ — οἰκοδομέω build a house pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκοδομέω build a house pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδόμῳ — οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδόμωι — οἰκοδόμῳ , οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμῳ , οἰκοδόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοικοδομώ — (AM ἐνοικοδομῶ, έω) [οικοδομώ] χτίζω, οικοδομώ κάπου αρχ. 1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.) 2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.) 3. ανοικοδομώ …   Dictionary of Greek

  • μετοικοδομώ — μετοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ ή χτίζω με διαφορετικό τρόπο, δίδω σε μια οικοδομή άλλη μορφή 2. οικοδομώ ή χτίζω σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] …   Dictionary of Greek

  • δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • κατοικοδομώ — κατοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῑν», Αριστοτ.) 2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή 4. κλείνω… …   Dictionary of Greek

  • παροικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῡν», Θουκ.) 2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”